Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

ΜΠΑΜΠΗΣ ΓΚΟΛΕΣ

Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1947 στην συνοικία Ταμπάχανα της Πάτρας. Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και ούτι από την ηλικία των 8 ετών, ενώ από την ηλικία των 12 και μπουζούκι. Είχε βαθιά γνώση του ρεπερτορίου των δίσκων των 78 στροφών και επανέφερε πολλά ξεχασμένα τραγούδια από ένα ευρύτερο φάσμα που περιείχε εκτός από τα διάφορα είδη του ρεμπέτικου, την καντάδα και το δημοτικό τραγούδι, που είχαν ηχογραφηθεί σε λιγοστούς τέτοιους δίσκους και είχαν χαθεί με το πέρασμα των χρόνων.
Είχε την ευκαιρία να δει και ν’ ακούσει από κοντά τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Τζουανάκο, τον Καζαντζίδη, την Πόλυ Πάνου και
άλλους σπουδαίους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες στις εμφανίσεις τους στα πατρινά πανηγύρια της δεκαετίας του ’50. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αποφάσισε να γίνει κι εκείνος επαγγελματίας μουσικός, παίζοντας τα παλιά ρεμπέτικα που πια είχαν ξεχαστεί και δεν παιζόντουσαν στα κέντρα. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Τριάνα» του Σπάθακα. Η φήμη του ως οργανοπαίκτη-τραγουδιστή, στην Πάτρα, ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι στα 1977 υπέγραψε συμβόλαιο με γνωστή δισκογραφική εταιρεία, χωρίς όμως να ηχογραφήσει δίσκο. Στα 1982 πέρασε από μια τυπική ακρόαση στην Κολούμπια, υπέγραψε νέο συμβόλαιο και μπήκε στο στούντιο.
Ο Μπάμπης Γκολές ξεχώρισε για τη βαθιά γνώση του και το ιδιαίτερο ύφος της κομπανίας του με τα παλιά τρίχορδα, το βιολί, το μπάντζο κ.λπ. Επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τη γενιά εκείνη που καταπιάστηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι στη δεκαετία του ’80, μη παραγνωρίζοντας, βεβαίως, τη δυναμική που είχε στο ξεκίνημά της η Αθηναϊκή κομπανία με τον Δημήτρη Χατζηδιάκο και τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το τηλεοπτικό «Μινόρε της αυγής», η Οπισθοδρομική κομπανία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Γιάννη Εμμανουηλίδη και τον Άγγελο Σφακιανάκη και η παλιότερη όλων Ρεμπέτικη κομπανία με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και τον Μανώλη Δημητριανάκη, ακόμη και τα Παιδιά από την Πάτρα που έκαναν πάταγο με τα λαϊκά της δεκαετίας του ’60, του Άκη Πάνου, του Τσιτσάνη και του Καλδάρα που είχε πρωτοτραγουδήσει ο Γιώργος Χατζηαντωνίου και που είχαν παίξει μαζί με τον Γκολέ στο κέντρο «Χάραμα» στην Πάτρα στο ξεκίνημά τους.
Ως βαθύς γνώστης της δισκογραφίας των 78 στροφών, επανέφερε τραγούδια διαμάντια που είχαν χαθεί στους παλιούς δίσκους, κάποιοι από τους οποίους υπήρχαν μόνο στα χέρια ελάχιστων συλλεκτών. Εισηγήθηκε πολλά καλά ξεχασμένα τραγούδια, από ένα ευρύτερο φάσμα τραγουδιού που περιείχε εκτός από το ρεμπέτικο, την καντάδα, το αρχοντορεμπέτικο και το δημοτικό. Υπό την επιρροή του και πλάι του βγήκαν και διέπρεψαν σε αυτό το είδος η Κατερίνα Σκορδαλάκη, ο Μπάμπης Τσέρτος κ.α.
Στα νεότερα χρόνια το ρεμπέτικο τραγούδι έφυγε από τις παλιές πειραιώτικες πιάτσες και πλησίασε στα πιο κεντρικά και αστικά στέκια. Ήρθε τούμπα ο ντουνιάς αλλά και το τραγούδι του Μάρκου που έλεγε «ξεκινούν από το Κολωνάκι για να κατεβούν στις Τζιτζιφιές, λίγο για ν’ ακούσουν μπουζουκάκι…» αφού τώρα πια ξεκινούσαν από τις Τζιτζιφιές για να πάνε στο Κολωνάκι ν’ ακούσουν ρεμπέτικα! Σ’ ένα τέτοιο έκανε μεγάλη κατάσταση στις αρχές του εδώ στην Αθήνα ο Γκολές, στον «Κουασιμόδο» στο Κολωνάκι.
Ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ του παλιού κλασικού ρεμπέτικου και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού και ήταν ένας αυθεντικός τραγουδιστής και συνεχιστής του ιδιαίτερου ρεμπέτικου στυλ.
Πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 2015 σε ηλικία 68 ετών, η κηδεία του έγινε στο κοιμητήριο του Ιερού Ναού της Παναγίας Αλεξιώτισσας στην Πάτρα με μουσική συνοδεία ρεμπέτικων τραγουδιών και παρουσία μεγάλου πλήθους κόσμου.